- τύμπανο
- τύμπανο, το και τούμπανο, το1. κρουστό μουσικό όργανο που έχει στη μία ή και στις δύο κυκλικές επιφάνειές του τεντωμένο δέρμα που χτυπιέται με ξύλινα πλήκτρα ή και με το χέρι και βγάζει βαρύ ήχο, ταμπούρλο, νταούλι.2. η τεντωμένη μεμβράνη στο βάθος του ακουστικού πόρου, που μεταδίδει τους ήχους στα οστάρια του μέσου αυτιού.3. τροχός αμαξιού από συμπαγές ξύλο.4. η τριγωνική επιφάνεια στο αέτωμα και το ίδιο το αέτωμα.5. κυλινδρικός ή πολυγωνικός τοίχος, όπου στηρίζεται θόλος. 6. το λεπτό σανίδωμα, σε παχύτερο ξύλινο πλαίσιο, σε πόρτες ή παράθυρα ή έπιπλα, ο ταμπλάς, ο «καθρέφτης».7. ό,τι έχει σχήμα τύμπανου (όπως π.χ. το κυλινδρικό σώμα του εμβόλου ατμομηχανής).8. μεσαιωνικό έγχορδο όργανο, που παίζεται με πλήκτρα, σαν το σαντούρι.9. δίσκος διάφορων οργάνων.10. ο κύλινδρος του ταχυπιεστηρίου που περιστρέφεται, όπου τοποθετούνται τα φύλλα χαρτιού για εκτύπωση, το καζάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.